- κλουβάκι
- τουποκορ. του κλουβί μικρό κλουβί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλουβάκι — το (Μ κλουβάκι) μικρό κλουβί … Dictionary of Greek